ἰάσεται

ἰάσεται
ἰά̱σεται , ἰάομαι
j
aor subj mp 3rd sg (epic doric aeolic)
ἰά̱σεται , ἰάομαι
j
fut ind mp 3rd sg (doric aeolic)
ἰάζω
aor subj mid 3rd sg (epic)
ἰάζω
fut ind mid 3rd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • Τήλεφος — Όνομα μυθολογικών και ιστορικών προσώπων. 1. Γιος του Ηρακλή και της Αύγης, κόρης του βασιλιά της Τεγέας, Αλεού, και ιέρειας της Αθηνάς. Μόλις γεννήθηκε, η μητέρα του τον έκρυψε στο ιερό άλσος της Αθηνάς, όπου τον βρήκε ο Αλεός. Ο Αλεός… …   Dictionary of Greek

  • ιώμαι — (AM ἰῶμαι, άομαι) γιατρεύω κάποιον, τόν θεραπεύω, τού αποκαθιστώ την υγεία, τόν κάνω καλά αρχ. 1. (κυρίως για γιατρούς) περιποιούμαι 2. αντιδρώ, εξουδετερώνω κάτι («ἄκρατος ἰᾱται τὸ κώνειον», Πλούτ.) 3. διορθώνω, επιδιορθώνω («ἰᾱσθαι τὸ βλαβέν»,… …   Dictionary of Greek

  • μωτάπει — (Α) (κατά τον Ησύχ.) «ἰάσεται» …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”